- ντοματιά
- ητο φυτό Λυκοπερσικό το εδώδιμο, ο καρπός του οποίου είναι η ντομάτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ντοματιά — και τοματιά, η [ντομάτα] βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν … Dictionary of Greek
ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… … Dictionary of Greek
τοματιά — η, Ν βλ. ντοματιά … Dictionary of Greek
ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)